- εκμέλεια
- ἐκμέλεια, η (Α)1. παραφωνία, κακοφωνία2. αρρυθμία, δυσαρμονία3. αδιαφορία, αμέλεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκμελείᾳ — ἐκμελείᾱͅ , ἐκμέλεια false note fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμέλεια — false note fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμελείας — ἐκμελείᾱς , ἐκμέλεια false note fem acc pl ἐκμελείᾱς , ἐκμέλεια false note fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμελείαις — ἐκμέλεια false note fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμέλειαν — ἐκμέλεια false note fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)